loin$45351$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

loin$45351$ - translation to ελληνικό

CUT OF BEEF
Strip loin; Short Loin

loin      
n. νεφρική χώρα, λαγονία, λαγόνια, νεφρά

Ορισμός

loincloth
(loincloths)
A loincloth is a piece of cloth sometimes worn by men in order to cover their sexual parts, especially in countries when it is too hot to wear anything else.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Short loin

Short loin is the American name for a cut of beef that comes from the back of the cattle. It contains part of the spine and includes the top loin and the tenderloin. This cut yields types of steak including porterhouse, strip steak (Kansas City Strip, New York Strip), and T-bone (a cut also containing partial meat from the tenderloin). The T-bone is a cut that contains less of the tenderloin than does the porterhouse. Webster's Dictionary defines it as "a portion of the hindquarter of beef immediately behind the ribs that is usually cut into steaks." The short loin is considered a tender beef.

In Australian, British and South African butchery, this cut is referred to as the sirloin (sometimes as the striploin in South Africa).